- Ἑκτόρειος
- Ἑκτόρειοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἑκτόρειον — Ἑκτόρειος masc/fem acc sg Ἑκτόρειος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑκτορείοις — Ἑκτόρειος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑκτορείου — Ἑκτόρειος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑκτόρεια — Ἑκτόρειος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑκτόρειοι — Ἑκτόρειος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκτόρεος — ἑκτόρεος, ον και ἐκτόρεος, α ή η, ον και ἑκτόρειος (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ομηρικό ήρωα Έκτορα … Dictionary of Greek